μαγερειό

μαγερειό
το
βλ. μαγειρείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαγειρείο — και μαγειρειό και μαγερειό, το (AM μαγειρεῑον, Α και μαγιρῑον και μαγιρέον, Μ και μαγειρειόν και μαγερεῑον) [μαγειρεύω] ο χώρος, το δωμάτιο όπου παρασκευάζονται τα φαγητά, η κουζίνα νεοελλ. 1. κατάστημα στο οποίο μαγειρεύονται και πωλούνται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”